Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τις ιστορίες για τον Ιπποκράτη, τον ιατρό της αρχαιότητας, που άλειφε με λάσπη τα σώματα των ασθενών για να δει αν ορισμένες περιοχές στεγνώνουν γρηγορότερα, άρα είναι και πιο θερμές, ως ένδειξη ότι κάτι πάει στραβά εκεί. Ακόμα και στα πρώιμα χρόνια της χειροπρακτικής, οι χειροπράκτες χρησιμοποιούσαν αυτή την γνώση, ψάχνοντας διαφορετικούς τρόπους να εξετάζουν το φαινόμενο αυτό στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν το πίσω μέρος της παλάμης για να βρουν τα λεγόμενα “θερμά σημεία”. Αυτά τα θερμά σημεία ήταν δείκτης ότι η σπονδυλική στήλη παρεμβαίνει στα νεύρα, που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της και φεύγουν μέσα από μικρά ανοίγματα ανάμεσα στους σπονδύλους. Τα νεύρα, όπως είπε ο Ντ. Ντ. Πάλμερ, θεμελιωτής της χειροπρακτικής, είναι υπεύθυνα για την θερμότητα του σώματος· αν διαταράσσονται λόγω υπεξαρθρήματος της σπονδυλικής στήλης, τότε εμφανίζονται τα θερμά σημεία. Λίγο αργότερα, παρατήρησαν επίσης ότι, εκτός των θερμών σημείων, μπορούσαν να εμφανιστούν και “κρύα σημεία”. Τα θερμά σημεία θεωρούσαν ότι είναι δείκτης οξέων προβλημάτων στην σπονδυλική στήλη, ενώ τα κρύα σημεία μακρόχρονων (χρόνιων) προβλημάτων. Αυτή είναι μία από τις πιο θεμελιώδεις αρχές για την ανίχνευση υπεξαρθρημάτων από τους χειροπράκτες στην πορεία της εξέλιξης της χειροπρακτικής.

 

Με τον καιρό, αναπτύχθηκαν όργανα για την μέτρηση της θερμοκρασίας του δέρματος κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Χάρη στον ιδιαίτερο μηχανισμό τους, μπόρεσαν να συγκρίνουν την θερμοκρασία κάθε πλευράς της σπονδυλικής στήλης· κατά την διάρκεια αυτής της μέτρησης,  πρόσεξαν ότι η βελόνα του θερμομέτρου εκτοξεύεται από την μία πλευρά στην άλλη. Ονόμασαν αυτό το φαινόμενο “άλμα ”. Το άλμα αυτό συνέβαινε ακριβώς στο σημείο όπου το νεύρο διαταρασσόταν από τον λάθος ευθυγραμμισμένο σπόνδυλο, δηλαδή στο σημείο του υπεξαρθρήματος, προκαλώντας τριβή της ηλεκτρικής ενέργειας που κυκλοφορεί κατά μήκος του νεύρου  στο οποίο γινόταν η μέτρηση. Ονόμασαν το όργανο αυτό, που μετρούσε την θερμοκρασία των νεύρων, ¨Νευροθερμόμετρο ” (“Neurocalometer ή NCM”). Για τους πρώτους χειροπράκτες, το όργανο αυτό ήταν επαναστατική κατασκευή όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, την αξιοπιστία και την αναπαραγωγιμότητα των μεθόδων ανίχνευσης του υπεξαρθρήματος σπονδύλων και για την χειροπρακτική ήταν η αρχή της ανάλυσης της σπονδυλικής στήλης και του νευρικού συστήματος με αντικειμενικές μετρήσεις.

 

 

Ακόμα και σήμερα, πολλοί χειροπράκτες χρησιμοποιούν την προσέγγιση αυτή στην καθημερινή πρακτική τους, ωστόσο με εξελιγμένες τεχνολογικά συσκευές, ανανεωμένη προσέγγιση των στοιχείων που στην πραγματικότητα υπολογίζονται και νέες ερμηνείες για την χρήση αυτών των στοιχείων στην λήψη κλινικών αποφάσεων. Σήμερα γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι δεν μετράμε στην πραγματικότητα την τριβή της ηλεκτρικής ενέργειας στα νεύρα, αλλά την θερμότητα που εκπέμπεται από την κυκλοφορία του αίματος στο δέρμα, η οποία παρακολουθείται στενά κι ελέγχεται από το τμήμα του νευρικού συστήματος, που ονομάζεται “συμπαθητικό νευρικό σύστημα”. Έχοντας κατανοήσει περισσότερα για το σύνολο του νευρικού συστήματος, μάθαμε ότι η αρχική θεωρία της “ανάλυσης του άλματος” δεν μπορεί να εξηγήσει εξ ολοκλήρου το υπεξάρθρημα κι ότι χρειάζεται να ψάξουμε πιο σφαιρικά και να βρούμε “μοτίβα” σύμφωνα με τα οποία κατανέμεται η θερμότητα σε μεγαλύτερα μέρη του δέρματος της σπονδυλικής στήλης. Όταν οι άνθρωποι υποβάλλονταν σε μέτρηση την ίδια ώρα κάθε μέρα για συνεχόμενο διάστημα και πάντα τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, προέκυψε το συμπέρασμα ότι ακολουθούν ένα “μοτίβο” κι άρα χρειάζονται ανάταξη. Την πρακτική αυτή ενέπνευσαν οι εξελίξεις της τεχνολογίας, που επέτρεψαν στους χειροπράκτες να καταγράφουν τις μετρήσεις τους, ώστε να εξάγουν εύκολα συμπεράσματα μεταξύ των αποτελεσμάτων πριν και μετά μιας ανάταξης, καταγράφοντας έτσι στην ουσία την πρόοδο όσων βρίσκονταν υπό μακροχρόνια φροντίδα. Τα “μοτίβα” αυτά ήταν που ώθησαν την εξέλιξη της θερμογραφικής ανάλυσης σε όλο πιο νέα και υψηλά επίπεδα.

 

Η παρουσία του ατομικού θερμογραφικού μοτίβου θεωρείται ότι είναι δείκτης ότι ο βαθμός  νευρολογικής προσαρμοστικότητας είναι χαμηλός, επηρεάζοντας συνολικά την ρύθμιση της θερμοκρασίας του δέρματος. Καθώς ζούμε σε ένα περιβάλλον που διαρκώς αλλάζει, τα σώματά μας είναι εξοπλισμένα με ένα “κεντρικό σύστημα ελέγχου”, το οποίο παρακολουθεί το εξωτερικό περιβάλλον και τις εσωτερικές ανάγκες του σώματος· για να ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτές, καθοδηγεί ανάλογα τις λειτουργίες του σώματος. Το “κεντρικό σύστημα ελέγχου” δεν είναι άλλο από τον εγκέφαλο, με το απέραντο δίκτυο νεύρων που ταξιδεύουν κατά μήκος του σώματος. Στην περίπτωση που υπάρχει υπεξάρθρημα, αυτό παρεμβαίνει στην λειτουργία του νευρικού συστήματος, κάτι που εκφράζεται ως το χαμηλότερο επίπεδο προσαρμοστικότητας και παρατηρείται ως “μοτίβο”. Πρακτικά, η παρουσία του μοτίβου καταδεικνύει την ανάγκη για ανάταξη, ενώ η απουσία αυτού μάς δηλώνει ότι δεν χρειάζεται ανάταξη.

 

Η θερμογραφία έχει πλούσια ιστορία, ξεκινώντας από τα πρώιμα χρόνια των πρωτοπόρων χειροπρακτών, συμπεριλαμβανομένου και του θεμελιωτή της, και φτάνοντας στην πρόοδο και την εξέλιξη της σύγχρονης τεχνολογίας και της επαναθεώρησης της νευροφυσιολογικής γνώσης. Η αναπαραγωγιμότητά της ως μέθοδος κι η ικανότητα που μας παρέχει να ανιχνεύουμε την πρόοδο των ανθρώπων που δέχονται φροντίδα, κάνει την τεχνολογία αυτή ανεκτίμητη στην καθημερινή χρήση του χειροπράκτη. Κάθε φορά λοιπόν που θα έρθεις στο ινστιτούτο μας, θα υποβληθείς σε αυτήν την μέτρηση, τα αποτελέσματα της οποίας θα μας βοηθήσουν να αποφασίσουμε τι ακριβώς χρειάζεσαι την προκειμένη στιγμή.